λαμπρόφωνος

λαμπρόφωνος
-η, -ο (Α λαμπρόφωνος, -ον)
αυτός που έχει λαμπρή, δυνατή φωνή («ἐν τούτοις λαμπροφωνότατος, μνημονικώτατος, ὑποκριτής ἄριστος», Δημοσθ.)
νεοελλ.
αυτός που έχει γλυκιά φωνή, καλλίφωνος.

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужно решить контрольную?

Look at other dictionaries:

  • λαμπρόφωνος — clear voiced masc/fem nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • λαμπρόφωνον — λαμπρόφωνος clear voiced masc/fem acc sg λαμπρόφωνος clear voiced neut nom/voc/acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • λαμπροφωνότατος — λαμπρόφωνος clear voiced masc nom superl sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • λαμπρόφωνοι — λαμπρόφωνος clear voiced masc/fem nom/voc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • λαμπροφωνία — λαμπροφωνία, ιων. τ. λαμπροφωνίη, ἡ (Α) [λαμπρόφωνος] το να έχει κάποιος λαμπρή, δυνατή και ευκρινή φωνή («οὐ κατὰ λαμπροφωνίην ἐπιτιθέμενοι ἄλλοι σφέας παρακλήιουσι», Ηρόδ.) …   Dictionary of Greek

  • λαμπροφωνεύομαι — (Α) [λαμπρόφωνος] έχω λαμπρή, δυνατή φωνή …   Dictionary of Greek

  • λαμπροφωνώ — λαμπροφωνῶ, έω (Μ) [λαμπρόφωνος] έχω λαμπρή, καθαρή και δυνατή φωνή …   Dictionary of Greek

  • λαμπρός — Άγιος της Ανατ. Ορθόδοξης Εκκλησίας. Βλ. λ. Θεόδωρος. Όνομα αγίων της Ανατ. Ορθόδοξης Εκκλησίας. * * * ή, ό, θηλ. και ά (AM λαμπρός, ά, όν, θηλ. και ή) 1. αυτός που λάμπει, λαμπερός, φωτεινός, ακτινοβόλος (α. «ο ήλιος είναι σήμερα λαμπρός» β. «ἦν …   Dictionary of Greek

  • φωνή — Το αποτέλεσμα ενός συντονισμένου συνόλου κινήσεων των φωνητικών οργάνων, που πραγματοποιείται κάτω από τον έλεγχο των νευρικών κέντρων. Τα συστήματα παραγωγής της φ. διαιρούνται σχηματικά σε 3 κατηγορίες: 1) αναπνευστικό σύστημα· 2) λαρυγγικό… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”